12 Δεκ 2021

Καλημέρα

 

Η μάνα μου τα έφτιαχνε τα μπόλια (πολυσπόρια) τη μια φορά στις 21 Νοεμβρίου, της Παναγίας και τη δεύτερη στη γιορτή της, του Αγίου Σπυρίδωνος. Είχαν μέσα σιτάρι, φακές από το χωράφι μας στις μπρέσκιες – οι Δερβεντζαίοι έβγαζαν τις καλύτερες από την ιτιά-, φασόλια μαυρομάτικα, άσπρα κοντοφάσουλα, μπαρμπούνι και καλαμπόκι επίσης ντόπιο άσπρο ξερικό και ανάμεσά τους μερικά κόκκινα καλαμπόκια από εκείνα που όταν τάβρισκε κάποιος στο ξεφύλλισμα του καλαμποκιού στο τέλος του καλοκαιριού, θεωρούνταν καλότυχος. Ήταν αυτά που όλο αγωνία έψαχναν τα παιδιά, η κόκκινη ρόκα, τα δυσεύρετα μια και ήταν ελάχιστα, το ξεγέλασμα που έλεγαν οι μεγάλοι για να ξεφυλλίζουν και οι μικροί, λες και χρειάζονταν ξεγέλασμα αφού εκείνες οι στιγμές ήταν μαγικές. Εκεί ακούγονταν οι πιο όμορφες ιστορίες, γίνονταν πειράγματα, ξεδιπλώνονταν η καθημερινότητα της δουλειάς, η ιστορία του τόπου. Αυτά τα μπόλια βρασμένα από βραδύς μας τα πασπάλιζε η μάνα μου με ζάχαρη και λίγο μέλι και ήταν αυτά το γλυκό της γιορτής της στα μικρά μου χρόνια.